Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Μελισσάνθη

Λίγο μετά τον πόλεμο, είδα σ’ εφημερίδα-τη θυμάμαι κ ί τ ρ ι ν η, σαν όλες τις εφημερίδες-μια είδηση χαμένη στις πολλές, από τη νικημένη Γερμανία. Έγραφε για μια γυναίκα που είχε χάσει όλους τους δικούς της στον πόλεμο κι’ έρημη καθώς ήταν, για να επιζήσει, πουλούσε έρωτα μες στο κατεστραμμένο υγρό λιμάνι του Αμβούργου. Ένα βράδυ, καθώς τριγύριζε μέσα στους σκοτεινούς δρόμους του λιμανιού γνωρίζεται μ’ ένα στρατιώτη, νέο παιδί κι’ άρρωστο σχεδόν, που επέστρεφε απ’ την αιχμαλωσία. Πήγαν να κάνουν έρωτα σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο. Κι’ εκεί, πάνω στο κρεβάτι, από το φυλαχτό που κρέμονταν στο λαιμό του, τον αναγνώρισε.

Ήταν ο γιος της. Τρέχει έξαλλος αυτός και πνίγεται στα κρύα νερά του λιμανιού, κι’ εκείνη, με ταραγμένο το μυαλό, απόμεινε τρελή ν’ αποζητάει το γιο της.

Εδώ τελειώνει η είδηση.

Πως μου ήρθε τ’ όνομα της Μελισσάνθης ξαφνικά; Ένα μελόδραμα γυάλινο και παγωμένο όπως υπήρξαν οι καιροί, που όμως μ’ αναστάτωσε κι’ άφησε μέσα μου μια ταραχή ανεξήγητη, για να μ’ ακολουθήσει σ’ όλη μου την κατοπινή ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου